19.5.12

Αριθμός.

Κάποια μέρα, θα ξυπνήσω και τα σεντόνια μου δεν θα σε μυρίζουν... Θα σηκωθώ με τις τσίμπλες στα μάτια και θα βάλω καφέ στο φλιτζάνι σου. Θα πλύνω το πρόσωπο μου κι ύστερα θα χαζεύω τον τοίχο για ώρα μέχρι να αποφασίσω ποια μουσική θα ντύσει το πρωινό μου. 

Η μέρα θα κυλήσει ως συνήθως. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα σου χαρίσω ούτε μια σκέψη. Όχι από εγωισμό ή πείσμα, απλώς δεν θα συμβεί... Και δεν θα μου φανεί παράξενο. 

Το βράδυ, κουρασμένος πια, θα πάρω το βιβλίο μου και θα ξαπλώσω στο ίδιο κρεβάτι. Κάτι θα'χει αλλάξει. Θα κλείσω τα μάτια και λίγο πριν σου χαρίσω το συνηθισμένο χαμόγελο για καληνύχτα, θα συνειδητοποιήσω ότι η μυρωδιά σου δεν είναι πλέον εκεί. 

Ένα τσιγάρο. Πανικός και λαχτάρα μαζί. Μπούκωσα. Βλέπεις, το σώμα μπορεί και ξυπνά μουδιασμένο. Πώς να πάρω νωρίτερα χαμπάρι ότι λείπεις; 

Θα σηκωθώ. Τα καθαρά μου βρίσκονται στο δεύτερο συρτάρι της ντουλάπας. Μαξιλαροθήκες και σεντόνια. Θα τ΄αλλάξω μ'επιμέλεια. Ύστερα πάλι θα πέσω ήρεμος για ύπνο, με την υποψία ότι τώρα πια δεν θα υπάρχεις ούτε στον ιδρώτα μου. 

 Κι εσύ μου λες να θυμάμαι...